Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

My Tinkerbell '06

    "Ξέρεις, μπορώ να εκπληρώσω εν μέρει την επιθυμία σου", ψιθύρισε η λεπτή φωνούλα δίπλα του. Μόνο τότε την πρόσεξε. Πέταξε και στάθηκε αιωρούμενη μπροστά του. Την κοίταξε μέσα στα πράσινα μάτια της. Του θύμισε τη νεράιδα από ένα βιβλίο στη βιβλιοθήκη του χωριού με τίτλο...
    Δε μπορούσε να θυμηθεί. Ίσως και να μην ήθελε... Όχι! Έπρεπε να θυμηθεί! Έπρεπε να σπάσει τις άμυνες της καρδιάς του! Το να μην αποδεχτεί την αλήθεια δε θα βοηθούσε κανέναν τους... "Προσπάθησε περισσότερο",πρόσταξε τον εαυτό του. Σε κάθε προσπάθεια ένιωθε όλο και πιο άσχημα. Ο μόνος τρόπος να θυμηθεί ήταν να φανταστεί τον εαυτό του ξανά στο χωριό. Να ξεκινάει από το σπίτι του. (Να αποχαιρετάει τους γονείς του). Να παίρνει το δρόμο προς τη βιβλιοθήκη. (Να λέει "όχι τώρα" στους φίλους του που τον καλούν να παίξει μαζί τους). Να ανοίγει τη μεγάλη πόρτα της βιβλιοθήκης. (Να χαιρετάει με μια κίνηση του χεριού του τη βιβλιοθηκάριο και όσους γνωστούς του βρίσκει ψάχνοντας την κατηγορία "Παραμύθια"). Να βρίσκει ένα μεγάλο βιβλίο με καφέ χοντρό εξώφυλλο. (Τα αποτυπώματα του χωριού όλου, σαν να διακρίνονται πάνω του). Να διαβάζει ενθουσιασμένος τον τίλο "Ο Πίτερ Παν στη χώρα του Ποτέ". Να ανοίγει στην πρώτη σελίδα. Να βλέπει τη μεγάλη ζωγραφιά της νεράιδας (την οποία έχουν χρωματίσει τα παιδιά του χωριού) και από κάτω το όνομα αυτής... "Tinkerbel"!Ένα απαλό ζεστό άγγιγμα στο μέρος της καρδιάς του τον έκανε να ξυπνήσει από το λήθαργο των σκέψεών του. Κοίταξε και είδε τη νεράιδα να αιωρείται μπροστά στο στήθος του και να έχει βάλει το δεξί της χεράκι πάνω από το μέρος της καρδιάς του. "Είσαι καλά;" του είπε. Εκείνος την κοίταξε με ένα βυθισμένο σε σκέψεις βλέμμα. Χωρίς όμως να μιλήσει. Παραμένοντας σε αυτή τη στάση για μερικά λεπτά άρθρωσε ψιθυριστά "καλά είμαι...", και άνοιξε το χέρι του για να σταθεί η νεράιδα,"...μικρή μου". Η νεράιδα έκανε τότε ένα ανεπαίσθητο μορφασμό για το χαρακτηρισμό αλλά κατάλαβε γρήγορα πως δεν το είπε για το μέγεθός της. Ξάπλωσε λοιπόν στο μαλακό χέρι του, βολευόμενη ανάμεσα στα δάχτυλά του και με την ψηλή, γλυκιά φωνούλα της του μίλησε. "Θα ήθελες να ακούσεις την ιστορία μου;". Εκείνος δεν απάντησε, χαμένος στη θέα του χωριού του. Τότε πήρε μια βαθιά ανάσα, πιο πολύ για να του δώσει χρόνο μήπως είχε σκοπό να τη διακόψει και ξεκίνησε...

Δεν υπάρχουν σχόλια: