Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Μια φορά κι έναν καιρό...

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν οι άνθρωποι. Ήταν πλάσματα αγγελικά φτιαγμένα. Φτιαγμένα με αγάπη για να ζουν ευτυχισμένα σε αυτόν τον κόσμο που αργότερα ονομάσανε Γη. Παλαιότερα τα άλλα πλάσματα μπορεί να την είχαν ονομάσει αλλιώς, όμως οι άνθρωποι επέλεξαν, μη γνωρίζοντας την αλήθεια, να της δώσουν αυτό το όνομα. Γη. Χώμα. Ουρανός. Φυτά. Ψάρια. Θάλασσα. Όλα αυτά τα περιέκλησαν σε μία λέξη. Γη. Αργότερα ήρθε και η φωτιά. Και όταν ήρθε αυτή, μαζί ήρθαν και κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Έμοιαζαν με τους πρώτους όμως δεν ήταν ίδιοι. Κάλυπταν το πρόσωπό τους με μάσκες. Πίστευαν πως το αγγελικά πλασμένο σώμα που τους είχε δώσει ο Θεός δεν ήταν αρκετά καλό και προσπαθούσαν να το τελειοποιήσουν κατά πώς εκείνοι νόμιζαν καλύτερα. Όταν όμως δεν έχεις τελειοποιημένη γνώμη είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα δημιουργήσεις εξίσου ατελείς απόψεις. Όταν όμως οι άλλοι άνθρωποι είδαν τους ανθρώπους αυτούς τους προσέγγισαν. Θέλεις από άγνοια; Θέλεις από αγάπη; Ίσως επειδή φαινόντουσαν πιο σίγουροι ότι αυτό που κάνουν είναι το σωστό. Και πράγματι ήταν. Για αυτούς. Σε αυτούς τους ανθρώπους ο εαυτός τους έλεγε πως η μάσκα που φορούν και η προβολή της ανθρώπινης γνώμης επί της θεϊκής δημιουργίας ήταν η σωστή. Αυτός ήταν ο εαυτός τους. Οι υπόλοιποι απλά ακολούθησαν. Όχι όλοι. Αλλά σίγουρα οι νέοι ακολούθησαν. Όχι όλοι. Αλλά σίγουρα οι μικρότεροι νέοι ακολούθησαν. Όχι όλοι. Αλλά αυτοί που θαμπώθηκαν ακολούθησαν. Όχι όλοι. Αλλά αυτοί που σταμάτησαν να σκέφτονται συνέχισαν να ακολουθούν. Όχι όλοι. Αλλά αυτοί που επέζησαν της διάβρωσης του εαυτού τους σταμάτησαν να ακολουθούν. Όλοι. Την επιλογή την είχαν κάνει προ καιρού. Όταν πρωτοαγάπησαν τη Δημιουργία. Τότε που δημιούργησαν τα φτερά τους. Τότε. Σφίγγοντας τα χέρια τους που τα είχαν δώσει οικειοθελώς μεταξύ τους. Κι όσο κι αν οι άλλοι, αυτοί που έμοιαζαν στους ανθρώπους, φαινόντουσαν τόσο σίγουροι ότι μπορούν να πετάξουν... Αυτοί που πραγματικά πέταξαν ήταν οι άνθρωποι. Αυτοί που μετά από τις τόσες κακουχίες, διαβρώσεις και κινδύνους που πέρασαν, δεν τα παράτησαν παρά σηκώθηκαν κάθε φορά που αυτό που ονόμασαν Ζωή τους χτύπαγε. Ακόμη και αν μερικές φορές δίστασαν...Άλλωστε δεν είχε σημασία το πόσες φορές έπεσαν. Σημασία είχε ότι κατάφεραν να σηκωθούν. Και όταν τους βρήκε το τέλος, είτε από τη ζωή, είτε από άλλες αιτίες, εκείνη βρέθηκαν με σκυμμένο το κεφάλι αλλά με ένα φως από πάνω τους και ένα χέρι να τους σηκώνει το πρόσωπό και να τους λέει ζεστά “Μη φοβάσαι. Κοίταξέ με. Σ'αγαπάω. Δε θα σε αφήσω να χαθείς. Σ' αγαπάω. Είμαι κοντά σου. Κατάλαβέ το. Ζήσε αιώνια γιατί με αγάπησες”. Κι όσο για τους άλλους που έμοιαζαν στους ανθρώπους... Και όσο για τους ανθρώπους που επέλεξαν να μοιάσουν σε αυτούς που έμοιαζαν άνθρωποι... Αυτοί έζησαν σε κάτι που έμοιαζε με τον παράδεισο, όσο ζούσαν. Μετά όμως χάθηκαν. Χάθηκαν από τον κόσμο. Χάθηκαν από τις μνήμες του κόσμου. Χάθηκαν γιατί κανείς δεν τους θυμόταν πλέον. Και κανείς δε λυπήθηκε που χάθηκαν μετά που ήρθε το τέλος. Όσοι το άξιζαν το κατάλαβαν. Όσοι το άξιζαν το βρήκαν. Το χέρι που τους άγγιξε δεν ήταν μόνο του. Ήταν ένα ολόκληρο σώμα που κατοικούσε στην καρδιά τους. Ένα ολόκληρο σώμα που τους φώναζε όσο ζούσαν. Κοίταξέ με. Σ'αγαπάω. Δε θα σε αφήσω να χαθείς. Σ' αγαπάω. Είμαι κοντά σου. Κατάλαβέ το. Θα ζήσεις αιώνια γιατί με αγαπάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: