Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2007

Μία άλλη οπτική γωνία...

ΒΑΒΕΛ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΟΜΙΚΣ [ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ]
ΤΕΥΧΟΣ 244
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2007


{Ο πρώτος εξ αυτών}
Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να μιλάω με τον Μάρκο. Τον πονούσε πάλι η μέση του και με ζάλιζε με την γκρίνια του, ότι δουλεύει η γυναίκα του τ' απογεύματα και κρατάει εκείνος τα μωρά, και δεν του μένει χρόνος να κάνει όλα όσα θέλει να κάνει, το γνωστό παραμύθι... Και τον άκουγα να μου αναλύει το πλήρες πακέτο με τα οικογενειαρχικά του παράπονα και ήθελα να τον ρωτήσω γιατί δεν διάβαζε τις οδηγίες χρήσης πριν αγοράσει οικογένεια και παιδιά και τώρα μας τα πρήζει, και ότι στο κάτω-κάτω και εγώ, που είμαι εργένης, είναι κάτι απογεύματα που γυρίζω σπίτι και η σιωπή με αρπάζει από το λαιμό μαζί με την μπόχα από τα άπλυτα πιάτα και ρούχα, και ότι ξέρω να σιγοσφυρίζω ένα σωρό μελωδικούς σκοπούς περπατώντας στο ηλιοβασίλεμα, αλλά δεν έχω ένα αυτί να τους ακούσει και ένα χέρι να με κρατήσει αγκαλιά από τη μέση, κάποιον να μοιραστεί μαζί μου καλές και άθλιες στιγμές, και είναι κάτι φορές που αυτό με γαμάει, όσο και αν δεν το παραδέχομαι, αλλά τουλάχιστον δεν πρήζω τ' αρχίδια κανενός με τη ζωή μου και τα προβλήματα της. Μερικές φορές μου φαίνεται ότι οι άνθρωποι δεν γεννάνε παιδιά, αλλά άλλοθι για το βούλιαγμά τους στο τέλμα. Τώρα τελευταία, όμως, ο Μάρκος είχε αρχίσει να λέει κάτι περίεργα για εξωγήινους που απαγάγουνε κόσμο και τον βασανίζουν, έτσι, χωρίς λόγο και αιτία, και ότι πλησιάζει η μέρα της κρίσης και άλλα τέτοια όμορφα. Στην αρχή τον αντιμετώπιζα όπως τους τύπους που μιλάνε για τα ριάλιτι και αναφέρονται στους παίχτες με τα μικρά τους ονόματα, σα να είναι συγγενείς τους: δείχνοντας περιφρόνηση. Όσο συνέχιζε όμως, άρχισα να τον λυπάμαι, και στο τέλος να ανησυχώ, γιατί του είχε γίνει εμμονή και περπατούσε στο δρόμο και αν έπιανε το μάτι του καμιά περίεργη σκιά έσκυβε απότομα ή ξάπλωνε ανάσκελα και άρχιζε να τινάζει τα πόδια στον αέρα με μανία. Έβλεπα στα μάτια των περαστικών την απορία «καλά αυτός, είναι τρελός, εσύ τι δουλειά έχεις μαζί του», αλλά δεν ήθελα και να τον παρατήσω μόνο του. Σκεφτόμουν ότι θα έχει μπλέξει με τίποτα παραθρησκευτικούς μαλάκες από αυτούς που σου πουλάνε τον διάβολο και ταυτόχρονα τη σωτηρία από αυτόν, στο ίδιο πακέτο. Σα να λέμε «τώρα, με κάθε κουνουπιέρα, δώρο τα κουνούπια!». Χα χα, τι αστείο... Και μετά βρεθήκαμε και εγώ και αυτός και ένα σωρό άλλοι στοιβαγμένοι σ' ένα δωμάτιο χωρίς να ξέρουμε πώς και γιατί. Κάτι τέτοια σκηνικά τα έβλεπα μόνο στους εφιάλτες μου, παρανοϊκές δυσάρεστες καταστάσεις χωρίς λογική αλληλουχία. Μπορούσα όμως και το έλεγχα, και λίγο πριν η αδερφή μου μου χώσει στον κώλο μισό κιλό καρότα υπό την απειλή μαχαιριού που κρατούσα εγώ ο ίδιος, πίεζα τον εαυτό μου να ξυπνήσει και πάντα τα κατάφερνα. Τώρα όμως, προσπαθώ εδώ και ώρα να ξυπνήσω αλλά δεν τα καταφέρνω. Πλησιάζω το φίλο μου να του μιλήσω, είναι πεσμένος σε μια γωνία και μουρμουράει κάτι ακατάληπτα, τον ακουμπάω και αυτός κατουριέται πάνω του χωρίς να σταματήσει να μουρμουράει. Όχι, δεν είναι εφιάλτης. Είναι μια φριχτή, παράλογη πραγματικότητα. Η φυλακή μας είναι μια θολή τζαμαρία γύρω-γύρω και απ' έξω ξεχωρίζω φιγούρες με άσπρα ρούχα να κινούνται βιαστικά πέρα-δώθε. Κάθε τόσο παίρνουν κάποιον από εμάς και δεν τον ξαναβλέπουμε. Ο Μάρκος έχει παραλύσει από το φόβο και δεν έχει κουνηθεί εκατοστό από τη γωνία του. Κάθε τόσο σταματάει το μουρμουρητό και ξεσπάει σε κλάματα, λέει ότι δεν πρόλαβε ούτε να αποχαιρετήσει τη γυναίκα του, να δει τελευταία φορά τα μωρά, που τώρα θα μεγαλώσουν χωρίς πατέρα, και θέλω να του πω να σταματήσει και ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά δεν το κάνω γιατί και εγώ και οι υπόλοιποι εδώ μέσα ξέρουμε ότι τίποτα δεν μπορεί να πάει καλά. Κάποιοι λένε πως έχουν ακούσει φήμες για φριχτά, μεσαιωνικά βασανιστήρια, μόνο φήμες όμως, γιατί κανένας ποτέ δεν επέζησε για να πει την ιστορία... Οι πιο ψύχραιμοι απλά σιωπούμε και περιμένουμε τη σειρά μας.
    Δεν έχω γυναίκα ούτε παιδιά, η μάνα μου έχει πεθάνει, τον πατέρα μου και να τον πετύχω στο δρόμο δεν θα τον γνωρίσω. Φέρνω στο μυαλό μου τη Σοφία, τον πρώτο μου έρωτα. Τεράστιο τούβλο, όπως αποδείχθηκε μετά, κάπου θα είναι σαβουροπαντρεμένη τώρα. Αλλά, όπως στο σεισμό κατεβαίνεις αλαφιασμένος στο δρόμο κρατώντας μια κατσαρόλα και ένα τηλεκοντρόλ χωρίς μπαταρίες, έτσι και τώρα το μυαλό μου επιλέγει μια ξεκάρφωτη, παλιά ανάμνηση και κρατιέται πάνω της απελπισμένα, μέχρι που έρχεται και η δική μου ώρα, με παίρνουν και με οδηγούν σε μια μικρή πισίνα που δεν ξέρω τι υγρό έχει μέσα, ξέρω όμως ότι το υγρό αυτό βράζει. Καταλαβαίνω τι με περιμένει και αρχίζω να ουρλιάζω, προσφέρομαι να τους πω ή να τους κάνω ή να μου κάνουν ό,τι θέλουν, και όσο συνειδητοποιώ ότι δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να θέλουν από εμένα, παρά μόνο να με βασανίσουν, έτσι, για πλάκα, σταματάω τα λόγια και περιορίζομαι στις κραυγές. Με πετάνε μέσα και καίγομαι, η σάρκα μου ψήνεται, ο πόνος είναι τόσο δυνατός που δεν με αφήνει να πεθάνω αμέσως. Και με κάθε φριχτό, βασανιστικό δευτερόλεπτο που περνάει και εγώ μένω ακόμα ζωντανός, μια πρωτόγονη οργή ξεκινά μέσα από τα ζεματισμένα μου εντό­σθια και με κυριεύει. Οργή και θυμός και μίσος για τον πούστη που ευθύνεται για όλα αυτά, που μας ξερίζωσε απ' τη ζωή μας και τους δικούς μας και μας σκοτώνει έτσι, χωρίς λόγο, χωρίς καμία εξήγηση.
    Δεν ξέρω πόσο έμεινα μέσα στην πισίνα, πάντως όταν με βγάζουν με καθολικά εγκαύματα σε όλο μου το κορμί και με πετάνε πάνω σε ένα σωρό από σωλήνες, συνειδητοποιώ με έκπληξη ότι είμαι ακόμα ζωντανός, ξέρω όμως ότι δεν θα είμαι για πολύ ακόμα. Με μεταφέρουν σε μια άλλη αίθουσα και με πετάνε δίπλα σε έναν δύσμορφο όγκο που σαλεύει προς το μέρος μου, ακούω επιφωνήματα θαυμασμού, «άραγε να έχω πεθάνει;» σκέφτομαι. Το κήτος απλώνεται προς το μέρος μου, αν αυτό που βλέπω είναι το κεφάλι του, εκεί πρέπει να το χτυπήσω. Κι εγώ δεν ξέρω πού βρίσκω τη δύναμη και σηκώνω το καρβουνιασμένο χέρι μου και αρπάζω τον εχθρό από τη μούρη. Η κραυγή έκπληξης και πόνου που τρυπάει τα αυτιά μου είναι το τελευταίο πράγμα που θα ακούσω ποτέ, και ακούγεται σα γλυκιά, απαλή μουσική...
«Για τα πιτσιρίκια του Μάρκου», ψιθυρίζω στον εαυτό μου και ξεψυχάω.

Με εξώδικο συμβιβασμό έληξε τελικά η αντιδικία της δημοφιλούς τραγουδίστριας Έλλης Πόντου με την αλυσίδα εστιατορίων Yummie Shitload. Σε γραπτή της ανακοίνωση η εταιρεία ζήτησε εκ νέου συγγνώμη από την καλλιτέχνιδα που πριν από μήνες, σε δείπνο ατό εν λόγω εστιατόριο, παρήγγειλε μια αστακομακαρονάδα για να δεχθεί στη συνέχεια επίθεση από το ημιθανές πρώτο συστατικό του πιάτου της. Με τη σειρά της η τραγουδίστρια ευχαρίστησε τον πλαστικό λυκούργο κ. Χειρούργο για τη νέα μύτη που της χάρισε και δήλωσε ότι προστασία περιβάλλοντος, φυσικές γούνες από μωρά φώκιας, παιδάκια με καρκίνο, πρόσφυγες απ' το Σουδάν, σε όλα μέσα είναι άμα λάχει να βοηθήσει με τα λεφτά της αποζημίωσης. Σε μια δε ανεπανάληπτη κίνηση καλής θέλησης προς τον καταναλωτή που καταστρέφει με αγάπη τον πλανήτη κάθε μέρα με την ιδιότητα του αυτή και μόνο, η Έλλη ανακοίνωσε ότι το μπουκάλι με τον εμετό αγελάδας που σερβίρεται ως ουίσκι στο μαγαζί όπου τραγουδάει θα κοστίζει από σήμερα 15 ευρώ φθηνότερα από αύριο.



Το παραπάνω κείμενο μου φάνηκε αξιόλοξο ενδιαφέρον να το διαβάσει κανείς. Δημιουργεί στην αρχή την εντύπωση πως μιλάει για έναν άνθρωπο. Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλει να δείξει ο κειμενογράφος. Ότι και τα ζώα πονάνε? Προσπαθεί να ελαφρύνει τον τρόπο που θα εμφανίσει μία κατάσταση που ζούνε μερικοί άνθρωποι αυτή τη στιγμή, χωρίς όμως να θέλει να μειώσει τη σημασία του μηνύματος που μεταδίδει? Ίσως κάτι άλλο? Δεν ξέρω... Πάντως από όλο αυτό το κείμενο εγώ βγήκα νικητής. Κατάλαβα ότι ήθελα να βοηθήσω, αυτόν τον άνθρωπο. Τον φίλο του Μάρκου. Τον ίδιο το Μάρκο. Και με αυτό το συναίσθημα συνειδητοποιώ για ακόμη μια φορά πως είμαι άνθρωπος. Ζωντανός. Ελεύθερος.


Δεν υπάρχουν σχόλια: