Του κόσμου πια δεν είναι ούτ' ένα |
πράγμα σ' εμάς αγαπητό |
[...] |
πού να το βλέπουμε και να'ναι |
δικαιολογία της ζωής |
Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς |
το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει... |
Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα |
την έχουν μέσα τους. |
Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα |
Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε, |
ίσως γιατί έπρεπε να δακρύσει, |
ίσως γιατί οι συμφορές έρχονται. |
Κι έτσι πάνε και σβήνουνε όπως πάνε |
Μέσ' από το βάθος των καλών καιρών, |
οι αγάπες μας πικρά μας χαιρετάνε |
Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι. |
Και με είδε μια αχτίδα |
Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους. |
Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή. |
Κι ακόμα δε μπόρεσα να καταλάβω |
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα |
που αγαπιέται |
Όμως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο |
θανάσιμο πάθος, δε θα γαληνέψουν. |
Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2008
Καρυωτάκης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου