Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

Το γράμμα όπως το έγραψα το 2001...

Κεφάλαιο 1ο:Το γράμμα

Ήταν μια καλοκαιριάτικη μέρα, για την ακρίβεια 5 Ιανουαρίου του έτους 2002. Ξύπνησα νωρίς, όπως κάθε μέρα. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στο μπάνιο για να πλυθώ. Ακούστηκε ένας χαρακτηριστικός ήχος που σήμαινε πως είχε ξυπνήσει και η Μαριαλένα και τεντωνόταν. Αποφάσισα να την ξυπνήσω για τα καλά εκείνη τη μέρα. Άνοιξα την πόρτα του μπάνιου, όρμησα μες στο δωμάτιο και πήδηξα πάνω από το κρεβάτι κατευθείαν στην ανασηκωμένη Μαριαλένα σπρώχνοντάς την στο πάτωμα και προφέροντας ένα «Καλημέρα». Αφού συνήλθε από το πέσιμο απάντησε:
-Καλημέρα. Κι εγώ σ’ αγαπάω αλλά δεν κάνω έτσι.
Της έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο και κατέβηκα στην κουζίνα για να φτιάξω πρωινό και για τους δυο μας. Βαθιά μέσα μου όμως αισθανόμουν πως την πρόδιδα…Παρόλο που ήμουν μαζί της και μου άρεσε να είμαι φίλος της δε μπορούσα να αισθανθώ κάτι παραπάνω από αυτό απέναντί της.
Αντίθετα, η Ειρήνη συνομήλική μου στην ωριμότητα, κρατούσε ακόμα το παιδικό στοιχείο μέσα της, όμως ήξερε να αναστατώνει τους πάντες και τα πάντα γύρω της. Εμένα προσωπικά με έφερνε στην εντελώς αντίθετη διάθεση από αυτή που είχα πριν της απευθύνω το λόγο. Δηλαδή όταν ήμουν χαρούμενος με στενοχωρούσε και αντιστρόφως. Αν μου απηύθυνε εκείνη το λόγο σήμαινε πως «κάποιος φούρνος είχε γκρεμιστεί»…έτσι απλά. Βέβαια υπήρχε λόγος που εγώ ένοιωθα έτσι όταν της μιλούσα. Η αιτία; Εύκολο να το μαντέψει κανείς. Αγάπη και μόνο αγάπη. Αγάπη η οποία μεγάλωσε με τον καιρό. Εγώ είχα δεσμό με τη Μαριαλένα, ενώ η Ειρήνη με κάποιον άλλο, χωρίς όμως να είναι ερωτευμένη μαζί του (και δυστυχώς ούτε μαζί μου).Ίσως όμως να ήταν καλύτερα έτσι. Η κοπέλα που αγαπούσα και αυτή με την οποία είχα δεσμό ήταν καλές φίλες και πιθανώς αν η πρώτη με ερωτευόταν να χάλαγε η φιλία τους.
Αφού έφτιαξα πρωινό πήγα να ελέγξω την αλληλογραφία. Δεν περίμενα κανένα σημαντικό γράμμα. Στην καλύτερη περίπτωση ένα ή δύο γαλλικά ή αγγλικά περιοδικά από αυτά που χρησιμοποιούσε η Μαριαλένα για να βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τις δύο γλώσσες που κατείχε αρκετά καλά. Όπως ήταν φυσικό μόνο αυτά υπήρχαν. Τα πήρα και τα τοποθέτησα πάνω στο τραπέζι. Μπήκε και η Μαριαλένα στην κουζίνα πήρε τα περιοδικά, κάτι άρχισε να λέει αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Πήγε να απαντήσει έχοντας στο χέρι τα περιοδικά. Την είχα γλιτώσει παρά τρίχα ειδικά άμα άρχιζε το κήρυγμα δεν τη σταματούσε τίποτα. Πάντα πολυλογού ήταν και δεν έβρισκε κανέναν λόγο για να αλλάξει. Αυτό είναι το άσχημο σε μερικά άτομα: πεισμώνουν για να «πάνε κόντρα» σε αυτό που λένε οι άλλοι, ακόμα και όταν ξέρουν πως δεν είναι καθόλου προς όφελός τους. Όμως αυτή ήταν και μου άρεσε να είμαι φίλος της γιατί δεν προσπαθούσε να γίνει κάποια άλλη, ήξερε τι θέλει και ήταν ευτυχισμένη με τον εαυτό της. Τουλάχιστον αυτό έδειχνε και δεν πίστευα ότι είχε κάτι να μου κρύψει. Λέγαμε τα πάντα. Σχεδόν δηλαδή, τα αισθήματά μου απέναντι στη Ειρήνη δεν τα γνώριζε και ήλπιζα να μην τα μάθει ποτέ. Ήλπιζα ότι από τη μέρα που θα μου δώσει το πράσινο φως η Ειρήνη θα σταματούσε να με βλέπει ερωτικά η Μαριαλένα. Τουλάχιστον έτσι δε θα πληγωνόταν τόσο πολύ που θα χωρίζαμε. Ένα γράμμα που ήταν πεταμένο στο πάτωμα τράβηξε την προσοχή μου και με έκανε να ξεχάσω για λίγο αυτά που σκεφτόμουνα. Καθώς προχωρούσε, της είχε πέσει ένα γράμμα το οποίο δεν είχα δει όταν έφερα την αλληλογραφία, προφανώς θα είχε κολλήσει ανάμεσα στα υπόλοιπα. Κοίταξα τον φάκελο και είδα πως προοριζόταν για μένα. Γύρισα περίεργος να δω τον αποστολέα και τα μάτια μου έλαμψαν. Η παλιά καλή μου φίλη, η Εμμανουέλλα είχε προφανώς βγει από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν μετά που την είχε δαγκώσει στο χέρι ένα σκυλί. Τον άνοιξα προσεκτικά και μέσα υπήρχε το παρακάτω γράμμα:


13η Δεκεμβρίου 2002
Αγαπητέ Παναγιώτη,
Σήμερα είναι μάλλον η τελευταία φορά που σου γράφω. Οι γιατροί δε μου δίνουν καμιά ελπίδα, η αρρώστιά μου είναι πρωτάκουστη και έτσι δε μπορούν να βρουν αντίδοτο, άρα το μόνο πράγμα που μου μένει είναι η αυτοκτονία.
Ελπίζω κάποια μέρα να ξανασυναντηθούμε. Σίγουρα όμως η συνάντηση δε θα γίνει σε αυτή τη ζωή. Ευχαριστώ, για τη συμπαράστασή σου στις μέρες της νοσηλείας μου. Λυπάμαι που δε θα ζήσω περισσότερο αλλά δε μπορώ να υπομένω άλλο τον αργό ερχομό του θανάτου. Τον νοιώθω κάθε μέρα να πλησιάζει όλο και περισσότερο και εγώ να είμαι αδύναμη να του αντισταθώ. Δεν αξίζει τον κόπο να έρθεις να με επισκεφτείς. Δε θέλω να λυπάσαι για μένα, κάποια στιγμή θα συνέβαινε αυτό. Ας γίνει λοιπόν μια ώρα αρχίτερα Λυπάμαι που δεν είσαι δίπλα μου, αυτή την τελευταία μέρα ζωής που μου απομένει.
Αντίο για πάντα φίλε,
Εμμανουέλλα
ΥΓ:Δώσε πολλά χαιρετίσματα στη Μαριαλένα.
*********************************************************************
Αυτό ήταν το γράμμα που μου έστειλε η Εμμανουέλλα. Διαβάζοντάς το, θυμήθηκα εντελώς ξαφνικά ένα ποίημα του Παλαμά, το αγαπημένο της φίλης μου:
«Μου έρχονται στο στόμα με τους αφρούς της μανίας, λόγια χωρισμένα, ασυνάρτητα, τρελά, δισύλλαβα, ξενόφωνα…τα δάχτυλα, τα χάδια…Συγχώρησέ με, μα το γράμμα, το γράμμα, το γράμμα με φτερώνει, με λιώνει, τίποτα άλλο, όλα από εσένα, με σένα, για σένα. Ρίξε με, πνίξε με, πάτησέ με, κύλησέ με. Μα εσύ μην τρομάζεις, μην αποτροπιαστείς, μείνε από πάνω μου, μείνε στα γόνατά μου, μείνε στα πόδια μου, μείνε όπως βούλεσαι, όπως είσαι». Αλλά δεν πίστευα πως υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος που μου είχε έρθει στο μυαλό αυτό το ποίημα και βρισκόμουν σε τόσο μεγάλη υπερένταση που δεν ήθελα καν να το ψάξω. Κάτι όμως στην όλη η υπόθεση μου φαινόταν περίεργο. Η Εμμανουέλλα ήταν πάντα ένα άτομο με αγάπη για τη ζωή και πάντα πολεμούσε για να μπορέσει να τη συνεχίσει. Όποια κι αν ήταν η αρρώστια κατάφερνε να την ξεπεράσει γιατί ήταν γεμάτη ελπίδες. Πώς λοιπόν αποφάσισε να αυτοκτονήσει; «Η αυτοκτονία είναι πράξη δειλίας που όμως χρειάζεται ασύλληπτη δύναμη για να εκτελεστεί». Ήξερα τη φίλη μου. Ίσως καλύτερα και από τον ίδιο της τον εαυτό. Ούτε δειλή ήταν, αλλά ούτε είχε τη δύναμη να αυτοκτονήσει. Τι είχε συμβεί λοιπόν; Τι μπορούσε να την έχει αλλάξει; Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι δεν είχε αντέξει άλλο αυτή τη μιζέρια που επικρατούσε στο νοσοκομείο απέναντί της.
Ξαφνικά ακούστηκε ο ήχος του τηλεφώνου που κλείνει και μετά από λίγο ξεπρόβαλε η Μαριαλένα στην πόρτα της κουζίνας και μπήκε μέσα βρίσκοντάς με, με το γράμμα στα χέρια. Αφού με κοίταξε στην αρχή, μετά ήρθε η ερώτηση: «Γιατί είσαι αναστατωμένος; Τι συμβαίνει;».Δεν είχα ούτε καν τη δύναμη να απαντήσω. Πρώτη φορά στη ζωή μου αισθανόμουνα έτσι. Απλά της έδωσα το γράμμα. Το διάβασε και όπως φάνηκε ούτε η ίδια μπορούσε να το πιστέψει αφού της έπεσε από τα χέρια. Ελαφρά τρομοκρατημένη, καθώς δε γνώριζε και πολύ καλά την Εμμανουέλλα, είπε:
-Πώς συνέβη αυτό;
-Δεν ξέρω…δεν ξέρω τίποτα. Δεν είχε δείξει ποτέ κανένα σημάδι ότι θέλει να πεθάνει. Τι να κάνω;
-Είσαι σίγουρος ότι τελικά έκανε αυτό που είπε;
-Όχι, δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Αλλά η Εμμανουέλλα δεν έγραφε ποτέ κάτι αν δεν ήταν σίγουρη ότι θα το πραγματοποιήσει.
-Λοιπόν τι περιμένουμε; Πάμε στο νοσοκομείο.
-Καλύτερα να ειδοποιήσουμε πρώτα την Ειρήνη.
-Μα ξέρεις πόσο αντιπαθεί τους άνδρες…
-Και λοιπόν; Τι πρέπει να κάνω;. Καιρός να το ξεπεράσει. Πολλές κοπέλες έχουν ερωτικά προβλήματα αλλά δε μίσησε ποτέ καμιά τους τον ανδρικό πληθυσμό τόσο πολύ, ούτε για 3 ολόκληρα χρόνια. Έχει κάθε δικαίωμα να το μάθει όντας φίλη της.
-Εντάξει κατάλαβα. Δε χάνεις ποτέ την ευκαιρία να διορθώσεις τους άλλους. Να δω πότε θα αποφασίσεις να διορθώσεις και μερικά αρνητικά στοιχεία του δικού σου χαρακτήρα.
-Μαριαλένα, σε παρακαλώ. Δεν είναι ώρα τώρα για να τσακωθούμε. Άσε με να τηλεφωνήσω. Σκέψου τι σήμαινε για μένα. Σκέψου πόσο ήθελε να σε γνωρίσει.
-Ήθελε να με γνωρίσει, γιατί εσύ την είχες πρήξει: η Μαριαλένα αυτό, η Μαριαλένα εκείνο…
-Μαριαλένα!
-…και πρέπει να τη γνωρίσεις και…
-Μαριαλένα!!!
-Τι θέλεις;
-Παραληρείς…
Μόλις σταμάτησε το παραλήρημα σχημάτισα τον αριθμό της Ειρήνης…Τίποτα. Έλειπε. Μάλλον την είχε ειδοποιήσει και αυτή η Εμμανουέλλα.
-Δεν απαντάει. Πάμε στο νοσοκομείο και θα ξαναδοκιμάσουμε αργότερα. Πάμε.
-Όχι, περίμενε. Να η Ειρήνη. Έρχεται από έξω και είναι αγανακτισμένη.
-Με τον εαυτό της φαίνεται αγανακτισμένη.
-Μάλιστα καθηγητά Φρόιντ. Σας ευχαριστούμε που μας κάνατε τη χάρη να μας δώσετε την διάγνωσή σας. Δεν πας μέσα καλύτερα; Αν σε δει μπορεί να θυμώσει και να φύγει χωρίς να μας πει τι θέλει.
-Ευτυχώς που έχουμε κι εσένα να μας προσγειώνεις. Δυστυχώς το κάνεις απότομα. Όμως έχεις δίκιο. Πάω μέσα.
Πήγα στην κουζίνα και μετά από λίγο άνοιξε η πόρτα και πρόβαλλε η Ειρήνη στο κατώφλι. Της έγνεψε η Μαριαλένα να μπει μέσα και καθίσανε στο σαλόνι. Ήθελα να ακούσω κι εγώ τι είχε να πει η Ειρήνη, αλλά δυστυχώς μιλούσε χαμηλόφωνα. Είχε ένα ύφος ενοχής σα να είχε κάνει κάτι απαρηγόρητο. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι κατά κάποιο τρόπο είχε συμβάλει στο θάνατο της Εμμανουέλλας, ή τουλάχιστον ότι αυτό πίστευε. Έψαξα κάποια άλλη ιδέα όμως το μυαλό μου είχε μπλοκάρει. Ακόμα δε μπορούσα να πιστέψω ότι αυτή η μικρή χαριτωμένη ύπαρξη δεν υπήρχε πια στη ζωή. Ήταν εντελώς περίεργο και αν είχε κάποια σχέση η Ειρήνη έπρεπε να το μάθω. Δυστυχώς έπρεπε να περιμένω να μου το μεταφέρει η Μαριαλένα. Από την άλλη όμως, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από την αγωνία.
Το μόνο που μπορούσα να κάνω χωρίς να με καταλάβει κανείς ήταν να ξαναδιαβάσω το γράμμα μήπως φτάσω σε μια άκρη. Μέσα στο φάκελο υπήρχε και ένα ακόμη γράμμα το οποίο δεν είχα προσέξει πριν. Ήταν στοίχοι της Μαρίας Πολυδούρη. «Να πάω κι εγώ με τα πουλιά και με τα χελιδόνια, τα χελιδόνια να γυρνούν κι εγώ να μη γυρίζω». Αμέσως κάτι σκίρτησε μέσα μου. Για να στέλνει η Εμμανουέλλα μήνυμα με χελιδόνια που φεύγουν και που έρχονται σημαίνει πως είχε αποφασίσει να αυτοκτονήσει χειμώνα ή άνοιξη ή κάτι παρόμοιο. Πάντως αποκλειόταν να έχει ήδη αυτοκτονήσει αφού ήταν χειμώνας και μάλιστα όταν γράφτηκε το γράμμα-σύμφωνα με την ημερομηνία του γράμματος και τη σφραγίδα του ταχυδρομείου- ήταν 13η Δεκεμβρίου. Η ερώτηση που με βασάνιζε τώρα ήταν: τυχαία γράφτηκε το γράμμα τη μέρα εκείνη ή μήπως ήθελε να μου περάσει κάποιο μήνυμα η Εμμανουέλλα; Αυτή τη φορά έπρεπε να παρακούσω τη συμβουλή της Μαριαλένας και να μιλήσω με την Ειρήνη. Αυτό ήταν το εύκολο μέρος μπροστά στο ότι έπρεπε να «ψαρέψω» την Ειρήνη χωρίς να περάσει από το μυαλό της ,ότι την υποψιάζομαι…
Μόλις πάτησα το πόδι μου στο σαλόνι κοντοστάθηκα. Η Ειρήνη εμπιστευόταν τη Μαριαλένα παρά το γεγονός ότι ήταν μαζί μου. Συνεπώς, αν εγώ ξεπρόβαλα ξαφνικά μπροστά της θα νόμιζε πως την κοροϊδεύαμε. Τελικά αποφάσισα να μπω από την εξώπορτα του σπιτιού πηδώντας από το παράθυρο και κάνοντας το γύρο. Ισόγειο ήταν οπότε δε θα είχα πρόβλημα.
Στηριζόμενος στο δεξί μου χέρι πέρασα το παράθυρο. Δυστυχώς πέρασα μέσα από το τζάμι…-είχα ξεχάσει να το ανοίξω-…και προσγειώθηκα πάνω σε μια γάτα η οποία άρχισε να σκούζει και να βγάζει την οργή της πάνω στα παπούτσια μου. Της έριξα μια κλωτσιά, έκανε μια πτήση 6 μέτρων και έπεσε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου του γείτονα. Έκανα γρήγορα το γύρο του σπιτιού από τη μία για να μην δουν οι κοπέλες ποιος έσπασε το τζάμι και από την άλλη για να μη δει ο γείτονας ποιος οφείλεται για το καπό του αυτοκινήτου του. Ηρέμησα λίγο και ξεκλείδωσα με τα κλειδιά μου την πόρτα. Μπήκα μέσα με ένα υποτιθέμενο χαμόγελο σαν να είχα βγει πρώτος στο ράλι Ακρόπολης και μπήκα μέσα λέγοντας δυνατά «Μαριαλένα, δεν είχε εφημερίδα το περίπτερο». Έκπληκτες κατέφθασαν από την κουζίνα οι 2 κοπέλες-ιδιαίτερα η Μαριαλένα που είχε καταλάβει προφανώς πως και ποιος είχε σπάσει το παράθυρο της κουζίνας-. Η Ειρήνη με κοιτούσε με ένα εξεταστικό ύφος καχυποψίας σα να με ρωτούσε «Από πού ξεφύτρωσες εσύ; Παρακολουθούσες τη συζήτησή;». Ευτυχώς, είδα γρήγορα τι εννοούσε με το βλέμμα της. Έκανα δήθεν τον έκπληκτο που την είχα βρει στο σπίτι μου και είπα:
-Καλώς τη σεξίστρια. Χρόνια έχεις να μας επισκεφτείς. Πως και μας καταδέχτηκες; Έβρισες κανέναν άντρα ή τη γλίτωσε για σήμερα ο ανδρικός πληθυσμός;
-Δεν άρχισα ακόμη αλλά αν έχεις όρεξη μπορώ να ξεσπάσω πάνω σου.
-Όχι, δεν έχουμε χρόνο για να τσακωθούμε τώρα, παρόλο που εγώ ξεκίνησα τη λογομαχία.
-Μίλα ελληνικά, να σε καταλαβαίνουν όλοι.
-Ελληνικά μιλάω. Το ότι εσύ δε με καταλαβαίνεις δε σημαίνει ότι εγώ έχω το πρόβλημα. Ξέχασέ το. Η Μαριαλλένα σε ειδοποίησε για την αυτοκτονία της Εμμανουέλλας; Δηλαδή, δεν ξέρουμε ακόμη αν ισχύει. Θα πάμε τώρα στο νοσοκομείο να το εξετάσουμε. Αν θέλεις, έρχεσαι και εσύ μαζί μας.
-Ναι, ενημερώθηκα. Θλιβερό πραγματικά αλλά εσένα δε φαίνεται να σε νοιάζει και πολύ αφού συνεχίζεις τα ηλίθια αστεία σου. Προτιμώ να πάω μόνη μου να μάθω αν αυτοκτόνησε τελικά. Να ξέρεις πάντως πως αν έχει πεθάνει εσύ θα φταις. Αντίο Μαριαλλένα. Θα τα ξαναπούμε…
-Άντε τρέχα Ειρήνη. Μην ξεχάσετε να ορίσετε τα κληρονομικά.
Μόλις το είπα αυτό γύρισε απότομα προς το μέρος μου. Εγώ νόμισα πως θα με χαστούκιζε αλλά έκανα λάθος. Δεν είχα καμία όρεξη να βρεθώ με σπασμένο δόντι και με πρόσωπο γρατσουνισμένο σαν από γάτα. Τελικά απλά με κοίταξε με έναν περίεργο τρόπο που δεν κατάλαβα τι υποδείκνυε και ξεστόμισε γεμάτη οργή:
-Υπονοείς κάτι…Νούλη;
-Όχι Ειρήνη. Δεν έχω να κρύψω τίποτα. Το λέω ξεκάθαρα. Πιστεύω πως εσένα δε σε ενδιαφέρει παρά το τι σου έχει κληροδοτήσει η Εμμανουέλλα, έτοιμη να μισήσεις τη μνήμη της αν δεν σου έχει αφήσει τίποτα.
Ακόμα την αγαπούσα την Ειρήνη. Δεν είχε αλλάξει κάτι ανάμεσά μας, όμως δεν έχανα τη ευκαιρία να τη νευριάσω όποτε μπρούσα. Προφανώς, αυτή τη φορά την είχα εκνευρίσει πάρα πολύ. Άνοιξε την πόρτα κι έφυγε δακρυσμένη. Η Μαριαλένα στράφηκε προς εμένα λέγοντάς μου:
-Δε θα σε καταλάβω ποτέ. Από τη μία θέλεις να την ειδοποιήσεις και να τη βοηθήσεις ενώ από την άλλη την πληγώνεις.
-Δε μπόρεσα να αντισταθώ. Θα σου εξηγήσω μετά. Σε παρακαλώ όμως, πήγαινε μαζί με την Ειρήνη στο νοσοκομείο. Σε περίπτωση που αρχίσει να με βρίζει, μη με υποστηρίξεις. Απλά να συμφωνείς μαζί της. Πρέπει να είναι ήρεμη σε περίπτωση που τη χρειαστούμε.
-Μου ζητάς κάτι δύσκολο, αλλά δέχομαι να το κάνω. Ελπίζω μόνο να είναι καλός ο λόγος. Πάω να την προλάβω.
-Κάτι τελευταίο μόνο. Αν δεις ότι πρόκειται να περάσει κρίση η φιλία σας εξαιτίας αυτού του σχεδίου, τότε σε παρακαλώ να τη βάλεις πάνω από εμένα.
Έφυγε. Σκέφτηκα να πάω και εγώ στο νοσοκομείο. Αν και μπορούσα απλά να τηλεφωνήσω και να μάθω αν ζει ή αν πέθανε. Προς το παρόν αυτό με ενδιέφερε. Οι υπόλοιπες ερωτήσεις μπορούσαν να περιμένουν. Σχημάτισα τον αριθμό. Ως συνήθως η ανταπόκριση ήταν άμεση:
-Εδώ νοσοκομείο «Άγιος Ελευθέριος». Ομιλείτε παρακαλώ.
-Καλημέρα σας. Εδώ Παναγιώτης. Μήπως θα μπορούσα να μιλήσω με τον γιατρό που είναι υπεύθυνος της Εμμανουέλλας…
-Ναι μισό λεπτό. Σας συνδέω αμέσως με τη γιατρό που ήταν υπεύθυνη της συγκεκριμένης ασθενούς.
-Συγγνώμη ,τι εννοείτε «ήταν»;
Δε με άκουσε. Μάλλον με είχε συνδέσει με τη γιατρό η οποία φαινόταν πως είχε δουλειά είτε πως δεν ήταν στο πόστο της. Για να μη βαρεθώ, άρχισα να μετράω τους χτύπους: ένα, δύο, τρία, zzz…

-Παναγιώτη…
-zzz… Εμμανουέλλα χαίρομαι που μας επισκέφτηκες τελικά. Δεν το έβαλες κάτω και τελικά δεν αυτοκτόνησες. Μπράβο…zzz.
-Παναγιώτη, ξύπνα. Άντε τι κάνεις τόση ώρα στο τηλέφωνο;
Ξύπνησα σχετικά απότομα. Μου πήρε ένα λεπτό περίπου μέχρι να συνειδητοποιήσω πού ήμουν και τι έκανα. Το τηλέφωνο ακόμα χτυπούσε, κάτι που σήμαινε πως η γιατρός της Εμμανουέλλας δεν ήταν στη θέση της. Έτσι, έβαλα το ακουστικό στη θέση του (χρειάστηκα 2-3 προσπάθειες). Μετά προσπάθησα να διακρίνω το άτομο που με είχε ξυπνήσει. Στην αρχή έβλεπα μόνο μια άμορφη μάζα. Αργότερα αντιλήφθηκα ότι η κοπέλα που βρισκόταν απέναντί μου δεν ήταν άλλη από την Μαρίνα, φοιτήτρια του Τ.Ε.Ι. ελέγχου τροφίμων-την ονομάζαμε υπεύθυνη προστασίας μας από τροφική δηλητηρίαση.
-Καλημέρα Μαρίνα. Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει κατά εδώ;
-Περνούσα τυχαία απ’ έξω και μιας που είδα το τζάμι της κουζίνας σπασμένο σκέφτηκα να μπω να δω μήπως είχατε πάθει κάτι.Είχες αφήσει και ανοιχτή την πόρτα...
Της εξήγησα όσο πιο γρήγορα και περιεκτικά μπορούσα ό,τι είχε συμβεί με την Εμμανουέλλα. Δε μπορούσε ούτε η ίδια να το πιστέψει. Πρότεινε να πάμε στο νοσοκομείο να δούμε τι συνέβη. Την ενημέρωσα ότι είχαν ήδη πάει η Ειρήνη και η Μαριαλένα και η απάντησή της ήταν:
-Ακόμα να ξεμπλέξεις με αυτή την κατάσταση; Πρέπει να βρεις μια λύση, για να μην υποφέρει ούτε η Μαριαλένα, ούτε κι εσύ. Ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα τώρα. Γνωρίζω το διευθυντή του νοσοκομείου προσωπικά και θα πάρουμε πολλές πληροφορίες. Αμφιβάλλω αν οι κοπέλες έχουν μάθει κάτι περισσότερο από αυτά που ήξεραν πριν φύγουν από εδώ. Χωρίς την άδεια του διευθυντή δεν λαμβάνεται καμιά απόφαση, ούτε δίνονται πληροφορίες για ασθενείς σε μη συγγενικά πρόσωπα.
Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι εγώ δεν ήμουν παρά φίλος της και όχι συγγενής της αλλά δε με άφησε να τελειώσω την πρόταση. Μου είπε να της δείξω εμπιστοσύνη και να τα αφήσω όλα πάνω της. Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Δέχτηκα και πήγαμε στο νοσοκομείο. Στο δρόμο, καθώς προχωρούσαμε, μου είπε ότι ένας άνθρωπος που νοιάζεται για τους άλλους τόσο πολύ δεν μπορεί να είναι παρά ένας πολύ καλός φίλος.
-Το σκέφτηκες αυτό πριν το πεις ή σου ξέφυγε; Αν ήμουν καλός φίλος δε θα ζήλευα τη δόξα της Ειρήνης…και δε θέλω αντιρρήσεις περί αυτού.
-Εντάξει, αυτή η περίπτωση είναι εξαίρεση. Κανείς δεν είναι τέλειος και απ’ ότι ξέρω δεν την είδες ποτέ φιλικά! Μπορεί να φταίει το ότι την αγαπάς και φοβάσαι μην την χάσεις αν αποκτήσει μεγαλύτερη, από την τωρινή της, δόξα και εξουσία.
-Δε με ενδιαφέρει αυτή τη στιγμή αυτό που μου λες. Το μόνο που ξέρω είναι πως στην πραγματικότητα «ως καλός φίλος» θα έπρεπε να χαίρομαι για την ανάδειξη της αξίας της ή τουλάχιστον επειδή θα είχα μια διάσημη φίλη. Και δε συμβαίνει τίποτα από τα δύο.
Μέχρι να φτάσουμε στο νοσοκομείο δεν ξαναμίλησε κανείς από τους δυο μας. Ο καθένας βυθισμένος στις δικές του σκέψεις. Εγώ σκεφτόμουνα την Ειρήνη και ποια θα ήταν η τελική κατάληξη μεταξύ μας. Πάντως από αυτά που είχαν γίνει δεν υπήρχαν παρά μηδαμινές ελπίδες να αποκτήσω δεσμό μαζί της. Όπως μου είχαν πει οι συγγενείς της ακόμα κι αν αισθανόταν κάτι ερωτικό απέναντί μου θα προσπαθούσε να το πνίξει από πείσμα και μόνο. Δεν ξέρω αν έχω μετανιώσει που αγάπησα, πάντως είμαι σίγουρος πως δεν έχω μετανιώσει που αγάπησα το συγκεκριμένο άτομο.

Τελευταία επεξεργασία: Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια: